τενεκές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τενεκές οι τενεκέδες
      γενική του τενεκέ των τενεκέδων
    αιτιατική τον τενεκέ τους τενεκέδες
     κλητική τενεκέ τενεκέδες
πληθυντικός τενεκέδες και τενεκέδια
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τενεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική teneke + < περσική تنکه (tanaka, φύλλο μετάλλου)

Προφορά

ΔΦΑ : /te.neˈces/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τενεκές

Ουσιαστικό

τενεκές αρσενικό

  1. ο λευκοσίδηρος (επικασσιτερωμένος σίδηρος).
  2. το δοχείο από τενεκέ όγκου 18 λίτρων.
  3. οποιοδήποτε δοχείο από τενεκέ.
  4. το περιεχόμενο ενός τενεκέ.
  5. μεταλλικό (παλαιότερα αλλά τώρα μπορεί να είναι και πλαστικό) δοχείο σκουπιδιών.
  6. (μεταφορικά) κακής ποιότητας μέταλλο ή αντικείμενο από κακής ποιότητας μέταλλο.
  7. (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς σχεδόν καμία από τις γνώσεις ή τις πνευματικές ικανότητες που χρειάζονται για μια δουλειά.

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.