bras

Αγγλικά (en)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

bras (en)



Βρετονικά (br)

Ετυμολογία

bras: κορνικό, ουαλλικό και παλαιοϊρλανδικό bras < κελτικό *brassos, συγγενές με το λατινικό grossus (που έδωσε το γαλλικό gros), χωρίς άλλη γνωστή αντίστοιχη λέξη (και χωρίς άλλη σχέση, φυσικά, με την προέλευση της γερμανικής λέξης gross που έχει την ίδια καταγωγή με την αγγλική great)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbrɑːs/

Επίθετο

bras (br)

Παράγωγα

  • brasaat
  • brasc'hraet
  • brasjediñ
  • brasjedadenn
  • braslenn
  • brasoni
  • brasonius
  • brastaolenn
  • brasted
  • brastres
  • brastresañ
  • braswelet
  • braswerzhañ
  • braz
  • brazentez
  • braz
  • brazez
  • brazezañ
  • brazezded
  • brazober
  • divraz
  • divrazañ

Πηγές

  • LEBM, Lexique Étymologique des termes les plus usuels du Breton Moderne



Γαλλικά (fr)

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Λείπουν όλες οι μεταφράσεις. Ας λημματοποιηθούν οι εκφράσεις. Sarri.greek  | 12:56, 22 Δεκεμβρίου 2022 (UTC).


Ετυμολογία

bras < λατινική brachium < αρχαία ελληνική βραχίων

Προφορά

ΔΦΑ : /bʁa/
 

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
bras bras

bras (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. (ανατομία) βραχίονας, μπράτσο· μέρος του άνω μέλους των ανθρώπων (και, γενικότερα, των διπόδων), ανάμεσα στον ώμο και τον αγκώνα
    L’humérus est l’os du bras.
  2. (ανατομία, μετωνυμία) το χέρι· άνω μέλος των ανθρώπων και άλλων διπόδων
    Cet homme a les bras étrangement longs.
    Elle portait un enfant dans ses bras.
    Un enfant qui tend les bras à sa nourrice.
    Saisir quelqu’un par le bras.
    υπερώνυμα: membre
  3. (κατ' αναλογία) αντικείμενο που μοιάζει με μπράτσο ή στηρίζει το μπράτσο
    Il y a de petites chaises à bras pour les enfants.
    Les bras d’un brancard servent à le soulever et à le porter.
    Les bras d'une balance sont posés en équilibre sur le point d’appui et à leurs extrémités pendent les bassins de la balance.
    λείπει η μετάφραση
    υπερώνυμα: objet
  4. (μετωνυμία) για ανθρώπους που χρειάζονται για να κάνουν μια χειρωνακτική εργασία
    Nous avons besoin de bras.
    Souvent après les longues guerres, les bras manquent pour cultiver la terre.
    Des bras inutiles.
    υπερώνυμα]]: personne
  5. η εξουσία, η ισχύς
    le bras de Dieu
    Le bras séculier s'oppose à la puissance ecclésiastique.
  6. (γεωγραφία) πλάγια υποδιαίρεση ενός ποταμού που οφείλεται στην ύπαρξη μιας νησίδας
    les deux bras de la Seine
  7. σε μια σειρά οπωροφόρων δέντρων ή κλήματος, κλαδί που απομακρύνεται από τη σειρά των άλλων δέντρων
  8. (ναυτικός όρος) σχοινί μπρος στον άνεμο που αφήνει κάποια απόσταση ενός πανιού από το κατάρτι

Εκφράσεις

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές



Σκωτικά γαελικά (gd)

Επίθετο

bras (gd)

Συνώνυμα

  • luath
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.