μπράτσο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπράτσο | τα | μπράτσα |
| γενική | του | μπράτσου | των | μπράτσων |
| αιτιατική | το | μπράτσο | τα | μπράτσα |
| κλητική | μπράτσο | μπράτσα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ανθρώπινο μπράτσο (1)

Τα μπράτσα (2) της πολυθρόνας
Ετυμολογία
- μπράτσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική braccio < λατινική bracchium < αρχαία ελληνική βραχίων (αντιδάνειο) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbɾa.t͡so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπρά‐τσο
Ουσιαστικό
μπράτσο ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) συνώνυμο του βραχίονας
- τμήμα καθίσματος για στήριξη των χεριών
- ↪ τα μπράτσα της καρέκλας/της πολυθρόνας
- → δείτε και τη λέξη ερεισίχειρο
- (μουσική) ταστιέρα έγχορδου οργάνου
Συγγενικά
Εκφράσεις
- στηρίζομαι στα μπράτσα μου: είμαι αυτοδύναμος
Μεταφράσεις
μέλος του σώματος
Αναφορές
- μπράτσο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.