μπράτσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπράτσο τα μπράτσα
      γενική του μπράτσου των μπράτσων
    αιτιατική το μπράτσο τα μπράτσα
     κλητική μπράτσο μπράτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανθρώπινο μπράτσο (1)
Τα μπράτσα (2) της πολυθρόνας

Ετυμολογία

μπράτσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική braccio < λατινική bracchium < αρχαία ελληνική βραχίων (αντιδάνειο) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbɾa.t͡so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπράτσο

Ουσιαστικό

μπράτσο ουδέτερο

  1. (ανθρώπινο σώμα) συνώνυμο του βραχίονας
  2. τμήμα καθίσματος για στήριξη των χεριών
    τα μπράτσα της καρέκλας/της πολυθρόνας
     δείτε και τη λέξη ερεισίχειρο
  3. (μουσική) ταστιέρα έγχορδου οργάνου

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.