αγκώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγκώνας | οι | αγκώνες |
| γενική | του | αγκώνα | των | αγκώνων |
| αιτιατική | τον | αγκώνα | τους | αγκώνες |
| κλητική | αγκώνα | αγκώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένας αγκώνας
Ετυμολογία
- αγκώνας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκώνας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγκών από την αιτιατική «τόν ἀγκῶνα» [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋˈɡo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκώ‐νας
Ουσιαστικό
αγκώνας αρσενικό
- (ανατομία) η εξωτερική γωνία της άρθρωσης μεταξύ βραχίονα και πήχη
- ※ Η Μαρία έσκυψε απάνω απ' το τραπέζι κι έριξε πάλι το βάρος του κορμού της στους αγκώνες της. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη)
- το τμήμα του ρούχου που καλύπτει τον αγκώνα
- ↪ Το σακάκι του παππού ήταν τριμμένο στους αγκώνες.
Συγγενικά
- αγκωναράκι
- αγκωνάρι
- αγκωνή
- αγκωνιά
- αγκωνίτσα
- αγκωνούλα
- αγκωνωτός
- διαγκωνίζομαι
- διαγκωνισμός
- εξάγκωνα
- παραγκωνίζω
- παραγκώνιση
- παραγκωνισμός
- πισθάγκωνα
- πιστάγκωνα
Μεταφράσεις
αγκώνας
|
Αναφορές
- αγκώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.