great
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | great |
| συγκριτικός | greater |
| υπερθετικός | greatest |
great (en)
- (ανεπίσημο) μεγάλος, υψηλός, πολύ καλός
- ↪ I made a great find in a secondhand bookstore yesterday.
- Έκανα μια μεγάλη ανακάλυψη σ' ένα παλαιοβιβλιοπωλείο χθες.
- ↪ Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.
- Η άρση βαρών είναι μία από τις υψηλότερες αθλητικές δραστηριότητες βασισμένες σε δεξιότητες που μπορεί να κάνει κανείς.
- ↪ I made a great find in a secondhand bookstore yesterday.
- μεγάλος, πολύ περισσότερο από το μέσο βαθμό ή ποσότητα
- ↪ at a great distance - σε μεγάλη απόσταση
- ↪ the great majority of the people - η μεγάλη πλειοψηφία του λαού
- σπουδαίος, σημαντικός
- ↪ The great doctor was a top student when he was a child.
- Ο σπουδαίος γιατρός ήταν κορυφαίος μαθητής όταν ήταν παιδί.
- ↪ The great doctor was a top student when he was a child.
Αναγραμματισμοί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.