brassière
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- brassière < bras
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| brassière | brassières |
brassière (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) εφαρμοστό γυναικείο πουκάμισο
- φαρδύς στηθόδεσμος, σουτιέν
- → δείτε τη λέξη soutien-gorge
- μικρό κοντό πουκάμισο για μωρά, με μακριά μανίκια, που κλείνει στην πλάτη
- (ναυτικός όρος) σωσίβιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.