Mann
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- Mann < → λείπει η ετυμολογία
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Mann < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | der | Mann | die | Männer Mannen* |
| γενική | des | Mannes Manns |
der | Männer Mannen* |
| δοτική | dem | Mann Manne |
den | Männern Mannen* |
| αιτιατική | den | Mann | die | Männer Mannen* |
| * Μόνο για τον ορισμό 4. | ||||
Ετυμολογία 1
- Mann < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική man < παλαιά άνω γερμανική man [1] < πρωτογερμανική *mann- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mon- [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /man/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
Mann (de) αρσενικό
- ο άντρας
- (οικογένεια) ο σύζυγος
- (μόνο στον ενικό, με τη χρήση αριθμητικών) ο άνθρωπος, σαν μονάδα μέτρησης πλήθους
- Eine 10.000 Mann starke Armee marschiert nach Süden.
- Ένας στρατός 10.000 αντρών βαδίζει προς τον νότο.
- Eine 10.000 Mann starke Armee marschiert nach Süden.
- (μόνο στον πληθυντικό) ακόλουθοι, υπήκοοι
- Der König und seine Mannen.
- Ο βασιλιάς και οι άντρες του.
- Der König und seine Mannen.
- (μόνο στον ενικό, οικείο, προφορικό) ως επιφώνημα έκπληξης ή θυμού
- Mann, bist du ein Idiot?
- Ρε, είσαι ήλιθιος;
- Mann, bist du ein Idiot?
Συγγενικά
- Männchen
- mannhaft
- Männlein
- männlich
- Mannschaft
Σύνθετα
- Bergmann
- Bootsmann
- Butzemann
- Fachmann
- Feuerwehrmann
- Froschmann
- Fuhrmann
- Geschäftsmann
- Hauptmann
- Hausmann
- Kameramann
- Kaufmann
- Landsmann
- Schneemann
- Seemann
- Sensenmann
- Staatsmann
- Steuermann
- Strohmann
- Wachmann
- Wassermann
- Weihnachtsmann
- Zimmermann
-
Mann στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Mann - Duden online.
- Mann - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
Ετυμολογία 2
- Mann < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Mann < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Mann < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Mann < → λείπει η ετυμολογία
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Mann < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.