Mann

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

Mann < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mann αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • National Records of Scotland, retrieved 10/8/2023, Lists of most common surnames in the registers for selected years, 2021



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

Mann < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mann αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Louis Duchesne, Les noms de famille au Québec : aspects statistiques et distribution spatiale, Institut de la statistique du Québec, 2006, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Mann die Männer
Mannen*
γενική des Mannes
Manns
der Männer 
Mannen*
δοτική dem Mann
Manne
den Männern 
Mannen*
αιτιατική den Mann die Männer 
Mannen*
* Μόνο για τον ορισμό 4.

Ετυμολογία 1

Mann < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική man < παλαιά άνω γερμανική man [1] < πρωτογερμανική *mann- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mon- [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /man/
 
 

Ουσιαστικό

Mann (de) αρσενικό

  1. ο άντρας
    Mein Bruder ist ein sehr gebildeter Mann.
    Ο αδελφός μου είναι ένας πολύ μορφωμένος άντρας.
     αντώνυμα: Frau
  2. (οικογένεια) ο σύζυγος
    Ich war mit meinem Mann auf einer Reise.
    Πήγα σε ένα ταξίδι με τον άντρα μου.
     συνώνυμα: Ehemann, Gatte
  3. (μόνο στον ενικό, με τη χρήση αριθμητικών) ο άνθρωπος, σαν μονάδα μέτρησης πλήθους
    Eine 10.000 Mann starke Armee marschiert nach Süden.
    Ένας στρατός 10.000 αντρών βαδίζει προς τον νότο.
  4. (μόνο στον πληθυντικό) ακόλουθοι, υπήκοοι
    Der König und seine Mannen.
    Ο βασιλιάς και οι άντρες του.
  5. (μόνο στον ενικό, οικείο, προφορικό) ως επιφώνημα έκπληξης ή θυμού
    Mann, bist du ein Idiot?
    Ρε, είσαι ήλιθιος;

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Mann στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Mann - Duden online.
  2. Mann - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).


Ετυμολογία 2

Mann < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mann αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023



Δανικά (da)

Ετυμολογία

Mann < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mann αρσενικό

Πηγές

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

Mann < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mann αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Σουηδικά (sv)

Ετυμολογία

Mann < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mann αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Φινλανδικά (fi)

Ετυμολογία

Mann < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mann θηλυκό

Πηγές

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 ,
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.