Männer
Γερμανικά (de)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
Männer (de) αρσενικό
- ονομαστική, γενική και αιτιατική πληθυντικού του Mann
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Männer < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Männer < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.