παλαιά άνω γερμανικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα παλαιό άνω γερμανικά
      γενική των παλαιών άνω γερμανικών
    αιτιατική τα παλαιό άνω γερμανικά
     κλητική παλαιό άνω γερμανικά
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαιά άνω γερμανικά < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Althochdeutsch < alt (παλιός) + hoch (υψηλός) + deutsch (γερμανικός)

Πολυλεκτικός όρος

παλαιά άνω γερμανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) γλώσσα που ομιλούνταν στη νότια Γερμανία από τον 8ο μέχρι τον 12ο αιώνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.