άντρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άντρας οι άντρες
      γενική του άντρα
& αντρός
των αντρών
    αιτιατική τον άντρα τους άντρες
     κλητική άντρα άντρες
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άντρας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄντρας < αρχαία ελληνική ἀνήρ από την αιτιατική «τὸν ἄνδρα». Με διατήρηση της προφοράς του <νδ > ως [nd] με γραφή <ντ>[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈan.dɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άντρας

Ουσιαστικό

άντρας αρσενικό και λόγιο άνδρας

  1. ενήλικος άνθρωπος αρσενικού φύλου  και δείτε τη λέξη άνδρας
      Δεν ήθελα να πιω, ήθελα να κλάψω γιατί δεν είμαι άντρας αλλά παιδί. (Γιάννης Ξανθούλης (1987), Το πεθαμένο λικέρ [μυθιστόρημα])
  2. ο σύζυγος  και δείτε τη λέξη άνδρας
    τηλεφώνησε ο άντρας της
    ήταν όλοι συγγενείς του αντρός της
  3. αυτός που έχει τις καλές ιδιότητες που, συνήθως, αποδίδονται στους άντρες (γενναιοδωρία, αποφασιστικότητα κ.α.)
    αντιμετώπισε τον κίνδυνο σαν άντρας
  4. μέλος ομάδας, συνήθως ένοπλης  και δείτε τη λέξη άνδρας
    οι άντρες του τον ακολουθούσαν στη μάχη, τον εμπιστεύονταν

Υποκοριστικά

Μεγεθυντικά

Συγγενικά

Σύνθετα

  • αντρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αντρο- στο Βικιλεξικό

όπως

 και δείτε τη λέξη ανδρο-

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.