επιφώνημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιφώνημα | τα | επιφωνήματα |
| γενική | του | επιφωνήματος | των | επιφωνημάτων |
| αιτιατική | το | επιφώνημα | τα | επιφωνήματα |
| κλητική | επιφώνημα | επιφωνήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιφώνημα < ελληνιστική ἐπιφώνημα < ἐπιφωνέω
Ουσιαστικό
επιφώνημα ουδέτερο
- (γραμματική) άκλιτη λέξη που φανερώνει αβεβαιότητα, αηδία, απορία, άρνηση, ειρωνεία, έπαινο, ευχή, θαυμασμό, κάλεσμα, λύπη, παρακίνηση, περίπαιγμα, πόνο, στενοχώρια, κλπ.
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- επιφωνηματική έκφραση : κάθε λέξη ή έκφραση που χρησιμοποιείται σαν επιφώνημα
- Μπορεί να είναι ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα, επίρρημα ή και (σύντομη) φράση.
Μεταφράσεις
επιφώνημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.