υπήκοος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υπήκοος οι υπήκοοι
      γενική του/της
του
υπηκόου
υπήκοου
των υπηκόων
    αιτιατική τον/την υπήκοο τους/τις
τους
υπηκόους
υπήκοους
     κλητική υπήκοε υπήκοοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπήκοος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπήκοος < υπ- ὑπό + ἀκοή

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpi.ko.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπήκοος
παρώνυμο: υπάκουος

Ουσιαστικό

υπήκοος αρσενικό ή θηλυκό

  1. πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα / ιθαγένεια ενός κράτους· ο πολίτης ενός κράτους
  2. ο υποκείμενος στην εξουσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.