Zimmermann
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| Zimmermann | Zimmermanns |
Ετυμολογία
- Zimmermann < προέλευσης από τη γερμανική Zimmermann
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡sɪmɐˌman/
Ουσιαστικό
Zimmermann αρσενικό (θηλυκό Zimmererin), γεν.: Zimmermanns ή Zimmermannes, πληθυντικός: Zimmermänner ή Zimmerleute
Συγγενικά
- Zimmerei
- Zimmermeister, Zimmermeisterin
- zimmern
Σύνθετα
- Zimmermannsbleistift
- Zimmermannshammer
Κύριο όνομα
Zimmermann αρσενικό ή θηλυκό, γεν.: Zimmermanns ή (άρθρο +) Zimmermann, πληθυντικός: Zimmermanns
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Zimmermann < προέλευσης από τη γερμανική Zimmermann
Σλοβενικά (sl)
Ετυμολογία
- Zimmermann < προέλευσης από τη γερμανική Zimmermann
Κύριο όνομα
Zimmermann αρσενικό ή θηλυκό
Αναφορές
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Zimmermann < προέλευσης από τη γερμανική Zimmermann
- Zimmermann στη σουηδική Βικιπαίδεια

Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Zimmermann < προέλευσης από τη γερμανική Zimmermann
- Zimmermann στη φινλανδική Βικιπαίδεια

Φλαμανδικά (vls)
Ετυμολογία
- Zimmermann < προέλευσης από τη γερμανική Zimmermann
Κύριο όνομα
Zimmermann αρσενικό ή θηλυκό
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Zimmermann < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.