-φαντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -φαντος | η | -φαντη | το | -φαντο |
| γενική | του | -φαντου | της | -φαντης | του | -φαντου |
| αιτιατική | τον | -φαντο | τη(ν) | -φαντη | το | -φαντο |
| κλητική | -φαντε | -φαντη | -φαντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -φαντοι | οι | -φαντες | τα | -φαντα |
| γενική | των | -φαντων | των | -φαντων | των | -φαντων |
| αιτιατική | τους | -φαντους | τις | -φαντες | τα | -φαντα |
| κλητική | -φαντοι | -φαντες | -φαντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
-φαντος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φαντος
- Μορφή και με καταβιβασμό τόνου: -φαντός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /fan.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -φα‐ντος
Επίθημα
-φαντος, -η, -ο θηλυκό
Συνώνυμα
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φαντος στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
-φαντος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | -φαντος | τὸ | -φαντον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | -φάντου | τοῦ | -φάντου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | -φάντῳ | τῷ | -φάντῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | -φαντον | τὸ | -φαντον | ||
| κλητική ὦ! | -φαντε | -φαντον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | -φαντοι | τὰ | -φαντᾰ | ||
| γενική | τῶν | -φάντων | τῶν | -φάντων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | -φάντοις | τοῖς | -φάντοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | -φάντους | τὰ | -φαντᾰ | ||
| κλητική ὦ! | -φαντοι | -φαντᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -φάντω | τὼ | -φάντω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -φάντοιν | τοῖν | -φάντοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
-φαντος < φαντός (ορατός) < φαίνω, θέμα φαν- + -τος
- Τύποι με καταβιβασμό τόνου, είναι μεταγενέστεροι.
Επίθημα
-φαντος, -ος, -ον
- το ρηματικό επίθετο φαντός ως δεύτερο συνθετικό για το σχηματισμό επιθέτων· δηλώνει το φανέρωμα, την εμφάνιση του προσδιοριζόμενου, όπως ορίζει το πρώτο συνθετικό
- ἄφαντος
- νυκτίφαντος, ἡμερόφαντος
- πρόφαντος
Συνώνυμα
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φαντος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -φαντος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
σύνθετα του φαντός
- ἄφαντος
- ἀνέκφαντος
- ἀνέμφαντος
- ἀνεπίφαντος
- ἀπόφαντος (& ἀποφαντός)
- Δημόφαντος
- Δαΐφαντος
- ἔκφαντος
- ἐπίφαντος
- ἡμερόφαντος
- κατάφαντος (& καταφαντός
- μονόφαντος
- νυκτίφαντος
- ὁνειρόφαντος
- περίφαντος
- πολύφαντος
- πρόφαντος (& ουσιαστικό πρόφαντις)
- Πρόφαντος
- θεόφαντος
- τηλέφαντος
- τηλεσίφαντος
- Επίσης, δείτε ἀμφαντός
Δε σχετίζεται το νηφαντός και τα σύνθετα του ὑφαντός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.