Δημόφαντος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δημόφαντος οἱ Δημόφαντοι
      γενική τοῦ Δημοφάντου τῶν Δημοφάντων
      δοτική τῷ Δημοφάντ τοῖς Δημοφάντοις
    αιτιατική τὸν Δημόφαντον τοὺς Δημοφάντους
     κλητική ! Δημόφαντε Δημόφαντοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δημοφάντω
γεν-δοτ τοῖν  Δημοφάντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δημόφαντος < δημόφαντος < (δῆμος) δημο- + -φαντος (φαντός < φαίνω)

Κύριο όνομα

Δημόφαντος, -ου αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.