τροφαντός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τροφαντός | η | τροφαντή | το | τροφαντό |
| γενική | του | τροφαντού | της | τροφαντής | του | τροφαντού |
| αιτιατική | τον | τροφαντό | την | τροφαντή | το | τροφαντό |
| κλητική | τροφαντέ | τροφαντή | τροφαντό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τροφαντοί | οι | τροφαντές | τα | τροφαντά |
| γενική | των | τροφαντών | των | τροφαντών | των | τροφαντών |
| αιτιατική | τους | τροφαντούς | τις | τροφαντές | τα | τροφαντά |
| κλητική | τροφαντοί | τροφαντές | τροφαντά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τροφαντός < (άμεσο δάνειο) τουρκική turfanda < περσική tervende
Επίθετο
τροφαντός, -ή, -ό
- (αρχικώς για λαχανικά) που ωριμάζει πριν την κανονική του ώρα, πρώιμος[1]
- (μεταφορικά) καλοθρεμμένος, μεστωμένος[2]
- (συνεκδοχικά) ευτραφής, παχουλός, γεμάτος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- τροφαντός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.