Δαΐφαντος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δαΐφαντος οἱ Δαΐφαντοι
      γενική τοῦ Δαϊφάντου τῶν Δαϊφάντων
      δοτική τῷ Δαϊφάντ τοῖς Δαϊφάντοις
    αιτιατική τὸν Δαΐφαντον τοὺς Δαϊφάντους
     κλητική ! Δαΐφαντε Δαΐφαντοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δαϊφάντω
γεν-δοτ τοῖν  Δαϊφάντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δαΐφαντος < δαΐς (δᾴς, η δάδα) + -φαντος (φαντός

Κύριο όνομα

Δαΐφαντος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.