Δαΐφαντος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Δαΐφαντος | οἱ | Δαΐφαντοι |
| γενική | τοῦ | Δαϊφάντου | τῶν | Δαϊφάντων |
| δοτική | τῷ | Δαϊφάντῳ | τοῖς | Δαϊφάντοις |
| αιτιατική | τὸν | Δαΐφαντον | τοὺς | Δαϊφάντους |
| κλητική ὦ! | Δαΐφαντε | Δαΐφαντοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δαϊφάντω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Δαϊφάντοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- Δαΐφαντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 2000 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.B: Central Greece: From the Megarid to Thessaly, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.