-ιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -ιμος | η | -ιμη | το | -ιμο |
| γενική | του | -ιμου | της | -ιμης | του | -ιμου |
| αιτιατική | τον | -ιμο | τη(ν) | -ιμη | το | -ιμο |
| κλητική | -ιμε | -ιμη | -ιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -ιμοι | οι | -ιμες | τα | -ιμα |
| γενική | των | -ιμων | των | -ιμων | των | -ιμων |
| αιτιατική | τους | -ιμους | τις | -ιμες | τα | -ιμα |
| κλητική | -ιμοι | -ιμες | -ιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -ιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ιμος[1]
Επίθημα
-ιμος (& -σιμος & -ξιμος & -ψιμος: ανάλογα με το αοριστικό θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται)
- μεταρηματικό επίθημα επιθέτων που δηλώνουν ότι κάτι ή κάποιος είναι σε θέση, μπορεί ή πρέπει να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα
- μετουσιαστικό επίθημα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιμος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- -ιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -ιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ιμος
Επίθημα
-ιμος (& -σιμος & -ξιμος & -ψιμος: ανάλογα με το αοριστικό θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται)
- επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων -ιμος
- ἐρώτιμος (αξιολάτρευτος)
- γελάσιμος
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ιμος στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -ιμος < -μος [1]
Επίθημα
-ιμος (& -σιμος & -ξιμος & -ψιμος: ανάλογα με το αοριστικό θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται)
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ιμος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ιμος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
- Επίθετα σε -(σ)ιμος - Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.