ἐρώτιμος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἐρώτιμος < ἔρωτ(ας) + -ιμος

Επίθετο

ἐρώτιμος

  • αξιολάτρευτος
      13ος/15ος αιώνας, Λίβιστρος και Ροδάμνη, ανωνύμου, στίχοι 1273-1274
    πίπτει εἷς τὴν γῆν ἐπαίρνει την, καὶ σύντομα ἑμπαίνει | ἀπέσω εἰς τὸν κοιτῶνάν της τῆς ἐρωτίμου κόρης.
    Wilhelm Wagner, Trois poèmes grecs du Moyen-Age, Berlin 1881, σελ. 278 @archive.org

Κλιτικοί τύποι

  • ἐρωτίμου (γενική ενικού αρσενικού, θηλυκού, ουδετέρου)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.