συντάξιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συντάξιμος | η | συντάξιμη | το | συντάξιμο |
| γενική | του | συντάξιμου | της | συντάξιμης | του | συντάξιμου |
| αιτιατική | τον | συντάξιμο | τη | συντάξιμη | το | συντάξιμο |
| κλητική | συντάξιμε | συντάξιμη | συντάξιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συντάξιμοι | οι | συντάξιμες | τα | συντάξιμα |
| γενική | των | συντάξιμων | των | συντάξιμων | των | συντάξιμων |
| αιτιατική | τους | συντάξιμους | τις | συντάξιμες | τα | συντάξιμα |
| κλητική | συντάξιμοι | συντάξιμες | συντάξιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
συντάξιμος, -η, -ο
- που αναφέρεται ή συσχετίζεται με τη σύνταξη, με την αποχώρηση από την αγορά εργασίας μετά από ορισμένη ηλικία
- συντάξιμος μισθός, συντάξιμη ηλικία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σύνταξη
Μεταφράσεις
συντάξιμος
|
|
Αναφορές
- Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 964, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- συντάξιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συντάξιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.