αξιολάτρευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιολάτρευτος η αξιολάτρευτη το αξιολάτρευτο
      γενική του αξιολάτρευτου της αξιολάτρευτης του αξιολάτρευτου
    αιτιατική τον αξιολάτρευτο την αξιολάτρευτη το αξιολάτρευτο
     κλητική αξιολάτρευτε αξιολάτρευτη αξιολάτρευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιολάτρευτοι οι αξιολάτρευτες τα αξιολάτρευτα
      γενική των αξιολάτρευτων των αξιολάτρευτων των αξιολάτρευτων
    αιτιατική τους αξιολάτρευτους τις αξιολάτρευτες τα αξιολάτρευτα
     κλητική αξιολάτρευτοι αξιολάτρευτες αξιολάτρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξιολάτρευτος < άξιος + -ο- + λατρεύω + -τος

Επίθετο

αξιολάτρευτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.