αρδεύσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρδεύσιμος η αρδεύσιμη το αρδεύσιμο
      γενική του αρδεύσιμου της αρδεύσιμης του αρδεύσιμου
    αιτιατική τον αρδεύσιμο την αρδεύσιμη το αρδεύσιμο
     κλητική αρδεύσιμε αρδεύσιμη αρδεύσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρδεύσιμοι οι αρδεύσιμες τα αρδεύσιμα
      γενική των αρδεύσιμων των αρδεύσιμων των αρδεύσιμων
    αιτιατική τους αρδεύσιμους τις αρδεύσιμες τα αρδεύσιμα
     κλητική αρδεύσιμοι αρδεύσιμες αρδεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρδεύσιμος < αρδεύω + -σιμος

Επίθετο

αρδεύσιμος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.