ωριμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ωριμότητα | οι | ωριμότητες |
| γενική | της | ωριμότητας | των | ωριμοτήτων |
| αιτιατική | την | ωριμότητα | τις | ωριμότητες |
| κλητική | ωριμότητα | ωριμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωριμότητα < ὡριμότης στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινή) ὡριμότης < αρχαία ελληνική ὥριμος < ὡραῖος
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾiˈmo.ti.ta/
Ουσιαστικό
ωριμότητα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
- η ιδιότητα του πλήρως ανεπτυγμένου πράγματος ή ατόμου
- (μεταφορικά) η πνευματική εξέλιξη και συγκρότηση
- η υπευθυνότητα, η σοβαρότητα, η συνέπεια, η επιδεξιότητα κι άλλες θετικές αξίες στο σύνολό τους
- (μεταφορικά) η πλήρης σωματική, ψυχική, συναισθηματική και ιδιολογική ανάπτυξη, η οποία συμπορεύεται με το πέρασμα της ηλικίας και την απόκτηση εμπειριών
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.