ώριμα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ώριμα <
ώριμος
Επίρρημα
ώριμα
(
τροπικό
)
με
ωριμότητα
με
υπευθυνότητα
με
ολοκληρωμένο
τρόπο
Συγγενικά
ωριμάζω
ώριμος
ωριμότητα
Μεταφράσεις
ώριμα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.