παιδιάστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παιδιάστικος | η | παιδιάστικη | το | παιδιάστικο |
| γενική | του | παιδιάστικου | της | παιδιάστικης | του | παιδιάστικου |
| αιτιατική | τον | παιδιάστικο | την | παιδιάστικη | το | παιδιάστικο |
| κλητική | παιδιάστικε | παιδιάστικη | παιδιάστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παιδιάστικοι | οι | παιδιάστικες | τα | παιδιάστικα |
| γενική | των | παιδιάστικων | των | παιδιάστικων | των | παιδιάστικων |
| αιτιατική | τους | παιδιάστικους | τις | παιδιάστικες | τα | παιδιάστικα |
| κλητική | παιδιάστικοι | παιδιάστικες | παιδιάστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παιδιάστικος < παιδί + -ιάστικος
Επίθετο
παιδιάστικος -η -ο
- παιδιάτικος (παρωχημένο)
Συγγενικά
Πηγές
- παιδιάστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.