ύστερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ύστερος | η | ύστερη | το | ύστερο |
| γενική | του | ύστερου | της | ύστερης | του | ύστερου |
| αιτιατική | τον | ύστερο | την | ύστερη | το | ύστερο |
| κλητική | ύστερε | ύστερη | ύστερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ύστεροι | οι | ύστερες | τα | ύστερα |
| γενική | των | ύστερων | των | ύστερων | των | ύστερων |
| αιτιατική | τους | ύστερους | τις | ύστερες | τα | ύστερα |
| κλητική | ύστεροι | ύστερες | ύστερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ύστερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕστερος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ste.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐στε‐ρος
Εκφράσεις
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
υστερο-
υστερο-
- υστερο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υστερο- στο Βικιλεξικό
και
- ανυστερόβουλα (επίρρημα)
- ανυστεροβουλία
- ανυστερόβουλος
- πρωθύστερα (επίρρημα)
- πρωθύστερος
- ύστερα (επίρρημα)
- ύστερο
- υστερόβουλα (επίρρημα)
- υστεροβουλία
- υστερόβουλος
- υστεροβυζαντινός
- υστερογενής
- υστερογενώς (επίρρημα)
- υστερόγραφο
- υστερόγραφος
- υστεροελλαδικός
- υστεροκυκλαδικός
- υστερολατινικός
- υστερολογία
- υστερολογώ
- υστερομινωικός
- υστερότερος
- υστερότοκος
- υστεροφημία
- υστερόχρονο
- υστερόχρονος
Πηγές
- ύστερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ύστερος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.