ύστερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ύστερος η ύστερη το ύστερο
      γενική του ύστερου της ύστερης του ύστερου
    αιτιατική τον ύστερο την ύστερη το ύστερο
     κλητική ύστερε ύστερη ύστερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ύστεροι οι ύστερες τα ύστερα
      γενική των ύστερων των ύστερων των ύστερων
    αιτιατική τους ύστερους τις ύστερες τα ύστερα
     κλητική ύστεροι ύστερες ύστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ύστερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕστερος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ste.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύστερος

Επίθετο

ύστερος, -η, -ο

  1. (λόγιο) επόμενος, κατοπινός
  2. (λόγιο, λογοτεχνικό) στερνός, τελευταίος

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
υστερο- 
  • υστερο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υστερο- στο Βικιλεξικό

και

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.