υστερόγραφο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υστερόγραφο τα υστερόγραφα
      γενική του υστερόγραφου
& υστερογράφου
των υστερόγραφων
& υστερογράφων
    αιτιατική το υστερόγραφο τα υστερόγραφα
     κλητική υστερόγραφο υστερόγραφα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υστερόγραφο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υστερόγραφος < ύστερα + -ο- + γράφω < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική post-scriptum

Ουσιαστικό

υστερόγραφο ουδέτερο

  • κείμενο το οποίο περιλαμβάνεται στο τέλος επιστολής (κατά κύριο λόγο έντυπης), γιατί ο συγγραφέας της ξέχασε να συμπεριλάβει στο κυρίως κείμενο ή γιατί αναφέρεται σε κάτι που δεν ήταν το κύριο θέμα και δεν ήθελε να το συμπεριλάβει στο κείμενο ή γιατί ήθελε να το ξεχωρίσει για λόγους εντυπωσιασμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.