υστερολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υστερολογία οι υστερολογίες
      γενική της υστερολογίας των υστερολογιών
    αιτιατική την υστερολογία τις υστερολογίες
     κλητική υστερολογία υστερολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υστερολογία < ύστερος και λόγος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

υστερολογία θηλυκό

  1. αυτά που λέγονται μετά το πέρας της συζήτησης
  2. το πρωθύστερο σχήμα λόγου.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.