υστερολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υστερολογία | οι | υστερολογίες |
| γενική | της | υστερολογίας | των | υστερολογιών |
| αιτιατική | την | υστερολογία | τις | υστερολογίες |
| κλητική | υστερολογία | υστερολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
υστερολογία θηλυκό
- αυτά που λέγονται μετά το πέρας της συζήτησης
- το πρωθύστερο σχήμα λόγου.
Μεταφράσεις
υστερολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.