υστερολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υστερολογώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
υστερολογώ
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
υστερολογώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.