later

Αγγλικά (en)

Επίθετο

later (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. μεταγενέστερος
    at one of our later meetings - σε μια από τις μεταγενέστερες συναντήσεις μας
    Later events proved me right.
    Τα μεταγενέστερα γεγονότα απόδειξαν ότι είχα δίκιο.

Επίρρημα

later (en)

  1. έπειτα, κατόπιν, αργότερα, σε μια στιγμή στο μέλλον· μετά την ώρα που μιλάω
    I will tell you later.
    Θα σου πω έπειτα.
    You go ahead and I’ll come later.
    Άντε μπροστά εσύ κι εγώ θα 'ρθω κατοπίν.
    Two days later he came home.
    Δυο μέρες αργότερα ήρθε σπίτι.
  2. (ανεπίσημο) αντίο

Εκφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

later (en)

Πηγές



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

later (la)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.