υστεροβουλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υστεροβουλία οι υστεροβουλίες
      γενική της υστεροβουλίας των υστεροβουλιών
    αιτιατική την υστεροβουλία τις υστεροβουλίες
     κλητική υστεροβουλία υστεροβουλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υστεροβουλία < ελληνιστική κοινή ὑστεροβουλία < αρχαία ελληνική ὕστερος + βουλή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική arrière-pensée[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ste.ro.vuˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υστεροβουλία

Ουσιαστικό

υστεροβουλία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. υστεροβουλία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. υστεροβουλία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.