υστερογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υστερογενής | η | υστερογενής | το | υστερογενές |
| γενική | του | υστερογενούς* | της | υστερογενούς | του | υστερογενούς |
| αιτιατική | τον | υστερογενή | την | υστερογενή | το | υστερογενές |
| κλητική | υστερογενή(ς) | υστερογενής | υστερογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υστερογενείς | οι | υστερογενείς | τα | υστερογενή |
| γενική | των | υστερογενών | των | υστερογενών | των | υστερογενών |
| αιτιατική | τους | υστερογενείς | τις | υστερογενείς | τα | υστερογενή |
| κλητική | υστερογενείς | υστερογενείς | υστερογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υστερογενής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
υστερογενής
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
υστερογενής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.