εκ των υστέρων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκ των υστέρων < εκ των υστέρων ((μεταφραστικό δάνειο) λατινική a posteriori)

Έκφραση

εκ των υστέρων

  1. μετά, έπειτα, μετέπειτα, κατόπιν, ύστερα, αργότερα
    το έκανε αυτό, ναι, αλλά εκ των υστέρων, όταν πια είχε γίνει ο καβγάς
  2. μετά την ολοκλήρωση συμβάντος ή ενέργειας (ενίοτε αργοπορημένα, με καθυστέρηση ή πολύ αργά), κατόπιν εορτής
    κατάλαβε ότι ήταν αφερέγγυος, αλλά εκ των υστέρων, όταν του είχε ήδη δανείσει τα λεφτά
    αυτό δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε παρά μόνο εκ των υστέρων
    δικαιώθηκε εκ των υστέρων αλλά η εταιρεία του εν τω μεταξύ είχε κλείσει

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.