ύστερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ύστερο | τα | ύστερα |
| γενική | του | ύστερου | των | ύστερων |
| αιτιατική | το | ύστερο | τα | ύστερα |
| κλητική | ύστερο | ύστερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ύστερο < αρχαία ελληνική ὕστερον
Ουσιαστικό
ύστερο ουδέτερο
- (ανατομία) ο πλακούντας και οι υμένες που βγαίνουν ύστερα από τον τοκετό, στο τέλος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.