χυμώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χυμώδης | η | χυμώδης | το | χυμώδες |
| γενική | του | χυμώδους | της | χυμώδους | του | χυμώδους |
| αιτιατική | τον | χυμώδη | τη | χυμώδη | το | χυμώδες |
| κλητική | χυμώδη(ς) | χυμώδης | χυμώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χυμώδεις | οι | χυμώδεις | τα | χυμώδη |
| γενική | των | χυμωδών | των | χυμωδών | των | χυμωδών |
| αιτιατική | τους | χυμώδεις | τις | χυμώδεις | τα | χυμώδη |
| κλητική | χυμώδεις | χυμώδεις | χυμώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χυμώδης < ελληνιστική κοινή χυμώδης < αρχαία ελληνική χυμός < χέω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική juicy[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.ˈmo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χυ‐μώ‐δης
Επίθετο
χυμώδης, -ης, -ες
- που έχει πολλούς χυμούς
- (μεταφορικά)
- (για γυναίκα) που έχει ωραίες και ζουμερές καμπύλες και έντονη θηλυκότητα και αισθησιασμό
- → δείτε τη λέξη πληθωρικός
- (για γραπτό ή προφορικό λόγο) που είναι πλούσιος σε εκφραστικά μέσα
- (για γυναίκα) που έχει ωραίες και ζουμερές καμπύλες και έντονη θηλυκότητα και αισθησιασμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.