οπώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπώδης η οπώδης το οπώδες
      γενική του οπώδους της οπώδους του οπώδους
    αιτιατική τον οπώδη την οπώδη το οπώδες
     κλητική οπώδη(ς) οπώδης οπώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπώδεις οι οπώδεις τα οπώδη
      γενική των οπωδών των οπωδών των οπωδών
    αιτιατική τους οπώδεις τις οπώδεις τα οπώδη
     κλητική οπώδεις οπώδεις οπώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οπώδης < ελληνιστική κοινή ὀπώδης / ὀποειδής < αρχαία ελληνική ὀπός

Επίθετο

οπώδης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.