μεστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεστός | η | μεστή | το | μεστό |
| γενική | του | μεστού | της | μεστής | του | μεστού |
| αιτιατική | τον | μεστό | τη | μεστή | το | μεστό |
| κλητική | μεστέ | μεστή | μεστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεστοί | οι | μεστές | τα | μεστά |
| γενική | των | μεστών | των | μεστών | των | μεστών |
| αιτιατική | τους | μεστούς | τις | μεστές | τα | μεστά |
| κλητική | μεστοί | μεστές | μεστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεστός < αρχαία ελληνική μεστός
Επίθετο
μεστός, -ή, -ό
- που έχει μεστώσει, ψωμώσει
- (μεταφορικά) γεμάτος, πλήρης
- (μεταφορικά) πνευματικά ώριμος
- (μεταφορικά) σφιχτοδεμένος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.