μεστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεστός η μεστή το μεστό
      γενική του μεστού της μεστής του μεστού
    αιτιατική τον μεστό τη μεστή το μεστό
     κλητική μεστέ μεστή μεστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεστοί οι μεστές τα μεστά
      γενική των μεστών των μεστών των μεστών
    αιτιατική τους μεστούς τις μεστές τα μεστά
     κλητική μεστοί μεστές μεστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεστός < αρχαία ελληνική μεστός

Επίθετο

μεστός, -ή, -ό

  1. που έχει μεστώσει, ψωμώσει
     συνώνυμα: γινωμένος, μεστωμένος
     αντώνυμα: αγίνωτος, άγουρος
  2. (μεταφορικά) γεμάτος, πλήρης
  3. (μεταφορικά) πνευματικά ώριμος
  4. (μεταφορικά) σφιχτοδεμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.