πληθωρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πληθωρικός | η | πληθωρική | το | πληθωρικό |
| γενική | του | πληθωρικού | της | πληθωρικής | του | πληθωρικού |
| αιτιατική | τον | πληθωρικό | την | πληθωρική | το | πληθωρικό |
| κλητική | πληθωρικέ | πληθωρική | πληθωρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πληθωρικοί | οι | πληθωρικές | τα | πληθωρικά |
| γενική | των | πληθωρικών | των | πληθωρικών | των | πληθωρικών |
| αιτιατική | τους | πληθωρικούς | τις | πληθωρικές | τα | πληθωρικά |
| κλητική | πληθωρικοί | πληθωρικές | πληθωρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πληθωρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πληθωρικός < πληθώρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pli.θo.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐θω‐ρι‐κός
Επίθετο
πληθωρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την πληθώρα, που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα, ο άφθονος
- το άτομο που εξωτερικεύεται με έντονο τρόπο
- (οικονομία) που έχει σχέση με τον πληθωρισμό
- → και δείτε τη λέξη πληθωριστικός
- (ιατρική) που πάσχει από υπεραιμία
Συνώνυμα
Παράγωγα
- πληθωρικά (επίρρημα)
Μεταφράσεις
πληθωρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.