σαρκώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαρκώδης | η | σαρκώδης | το | σαρκώδες |
| γενική | του | σαρκώδους | της | σαρκώδους | του | σαρκώδους |
| αιτιατική | τον | σαρκώδη | τη | σαρκώδη | το | σαρκώδες |
| κλητική | σαρκώδη(ς) | σαρκώδης | σαρκώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαρκώδεις | οι | σαρκώδεις | τα | σαρκώδη |
| γενική | των | σαρκωδών | των | σαρκωδών | των | σαρκωδών |
| αιτιατική | τους | σαρκώδεις | τις | σαρκώδεις | τα | σαρκώδη |
| κλητική | σαρκώδεις | σαρκώδεις | σαρκώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σαρκώδης < αρχαία ελληνική σαρκώδης < σαρκόω / σαρκῶ < σάρξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /saɾˈko.ðis/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σάρκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.