σκαλέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκαλέτα οι σκαλέτες
      γενική της σκαλέτας των σκαλετών
    αιτιατική τη σκαλέτα τις σκαλέτες
     κλητική σκαλέτα σκαλέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκαλέτα < ιταλική scaletta < scala + -etta < λατινική scala < scando < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skend- (πηδώ)

Ουσιαστικό

σκαλέτα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) (αργκό) είδος χαρτοπαικτικού τεχνάσματος ή κλεψίματος
    Με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ στην πασέτα / κι όλο το χτένι δούλευε στη ζούλα κι η σκαλέτα. (Στίχοι του Κώστα Σκαρβέλη από το τραγούδι «Το παιχνίδι του αμερικάνου»)
  2. (αργκό) (στις τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές) προσχέδιο, πρόγραμμα, κόνσεπτ

Συγγενικά

  • Σκαλέτα (τοπωνύμιο)
  •  δείτε τη λέξη σκάλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.