κλέψιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλέψιμο | τα | κλεψίματα |
| γενική | του | κλεψίματος | των | κλεψιμάτων |
| αιτιατική | το | κλέψιμο | τα | κλεψίματα |
| κλητική | κλέψιμο | κλεψίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλέψιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλέψιμο < κλέβω < αρχαία ελληνική κλέπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkle.psi.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλέ‐ψι‐μο
Ουσιαστικό
κλέψιμο ουδέτερο
- η κλοπή
- (ειδικότερα) (μεταφορικά) η αντιγραφή
- (ειδικότερα) η απόσπαση της μπάλας (σε μπάσκετ, ποδόσφαιρο κ.λπ.)
- (ειδικότερα) η απαγωγή γυναίκας από κάποιον, προκειμένου να την παντρευτεί
Συγγενικά
- κλεψιμαίικα
- κλεψιμαίικος
- → δείτε τη λέξη κλέβω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- κλέψιμο - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.