λιμά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα λιμά
      γενική των λιμών
    αιτιατική τα λιμά
     κλητική λιμά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιμά < λιμ(ός) +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λίμα
τονικό παρώνυμο: λίμα, Λίμα, λήμμα, λύμα

Ουσιαστικό

λιμά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (σε χαρτοπαίγνιο) τα τραπουλόχαρτα με μικρούς αριθμούς (λ.χ. κάτω του 7 ή 8), που έχουν μικρή αξία - ισχύ στα περισσότερα παιχνίδια με χαρτιά
  2. (για χρήματα) τα ψιλά

Συγγενικά

  • ξελιμάρω

Σημειώσεις

  • Ο ενικός αριθμός σε φράσεις όπως «λιμό χαρτί» είναι ασυνήθιστος.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.