ζούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζούλα | οι | ζούλες |
| γενική | της | ζούλας | — | |
| αιτιατική | τη | ζούλα | τις | ζούλες |
| κλητική | ζούλα | ζούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Δε συνηθίζεται στο πληθυντικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζούλα < ζουλ(άω)/(ώ) + κατάληξη θηλυκού -α
- για την κατσίκα < ζώο + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζού‐λα
Εκφράσεις
- (λαϊκότροπο, αργκό) στη ζούλα: στα κρυφά, στα μουλωχτά, λαθραία, χωρίς να το καταλάβουν οι άλλοι επειδή η προσοχή τους ήταν στραμμένη αλλού
Επίρρημα
ζούλα
Μεταφράσεις
ουσιαστικό
|
|
Αναφορές
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.