πασιέντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πασιέντζα οι πασιέντζες
      γενική της πασιέντζας
    αιτιατική την πασιέντζα τις πασιέντζες
     κλητική πασιέντζα πασιέντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασιέντζα <  δείτε τη λέξη πασιέντσα

Ουσιαστικό

πασιέντζα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.