αργαλειός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αργαλειός οι αργαλειοί
      γενική του αργαλειού των αργαλειών
    αιτιατική τον αργαλειό τους αργαλειούς
     κλητική αργαλειέ αργαλειοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παραγωγική μονάδα ύφανσης με αργαλειούς.

Ετυμολογία

αργαλειός < αργαλειό < (ελληνιστική κοινή) ἀργαλεῖον < αρχαία ελληνική ἐργαλεῖον < ἔργον

Ουσιαστικό

αργαλειός αρσενικό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη έργο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.