χρίσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρίσμα | τα | χρίσματα |
| γενική | του | χρίσματος | των | χρισμάτων |
| αιτιατική | το | χρίσμα | τα | χρίσματα |
| κλητική | χρίσμα | χρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρίσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρῖσμα (αρχαία σημασία: αλοιφή) < χρίω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρί‐σμα
Ουσιαστικό
χρίσμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρίω / χρίζω
- (εκκλησιαστικός όρος) εκκλησιαστικό μυστήριο στο οποίο, αμέσως μετά το βάπτισμα, ο ιερέας με άγιο μύρο σημειώνει το σημείο του σταυρού στον βαπτιζόμενο
- (εκκλησιαστικός όρος) μείγμα ελαίου από πολλά (57) φυτά και αρωματικές ουσίες, το οποίο παρασκευάζεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και αποστέλλεται στις ορθόδοξες εκκλησίες για την τέλεση του σχετικού μυστηρίου
- (συνεκδοχικά) οτιδήποτε αλείφεται σε μια επιφάνεια
- (μεταφορικά) η απονομή επίσημου τίτλου ή ιδιότητας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χρίω
Μεταφράσεις
επίσημη υποψηφιότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.