χρίση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρίση | οι | χρίσεις |
| γενική | της | χρίσης* | των | χρίσεων |
| αιτιατική | τη | χρίση | τις | χρίσεις |
| κλητική | χρίση | χρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρίση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρῖσις[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρί‐ση
Μεταφράσεις
χρίση
|
|
Αναφορές
- χρίση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.