επικάλυψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επικάλυψη | οι | επικαλύψεις |
| γενική | της | επικάλυψης* | των | επικαλύψεων |
| αιτιατική | την | επικάλυψη | τις | επικαλύψεις |
| κλητική | επικάλυψη | επικαλύψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επικαλύψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επικάλυψη < (ελληνιστική κοινή) ἐπικάλυψις < αρχαία ελληνική ἐπικαλύπτω
Ουσιαστικό
επικάλυψη θηλυκό
- η διαδικασία, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επικαλύπτω / επικαλύπτομαι
- το υλικό της εξωτερικής-άνω στρώσης/επικάλυψης/επίστρωσης
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) ο εκ νέου ορισμός σε υποκλάση μίας μεθόδου, κατά την διαδικασία της κληρονομικότητας, διατηρώντας το ίδιο όνομα και τις παραμέτρους, με αυτά της μεθόδου στην υπερκλάση, αλλάζοντας έτσι την λειτουργικότητά της
- ≠ αντώνυμα: αντικατάσταση (βλ. overwrite)
- ≈ συνώνυμα: υποσκελισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.