χρίω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρίω < αρχαία ελληνική χείω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω) < *gʰer- (τρίβω)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χρίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω) < *gʰer- (τρίβω)
Πηγές
- χρίω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρίω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.