χοάνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χοάνη | οι | χοάνες |
| γενική | της | χοάνης | των | χοανών |
| αιτιατική | τη | χοάνη | τις | χοάνες |
| κλητική | χοάνη | χοάνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χοάνη < αρχαία ελληνική χοάνη < χέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xoˈa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ά‐νη
Ουσιαστικό
χοάνη θηλυκό
Συγγενικά
- χοανοειδής
- χούνη
- Χούνη
- → δείτε τις λέξεις χέω και χωνί
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χοάνη < χέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.